- ήγανον
- ἤγανον, τὸ (Α)ιων. τ. αντί τήγανον*.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαίνεται ότι προήλθε από εσφαλμένη κατάτμηση τού τ. τήγανον «τηγάνι» (τ' ήγανον)θεωρήθηκε δηλ. το αρκτικό τ- ως άρθρο (το). Είναι αβέβαιο αν ο τ. αυτός είναι προϊόν γλωσσικής μεταβολής ή απλώς εσφαλμένη γραφή τού ορθού τ. τήγανον].
Dictionary of Greek. 2013.