ήγανον

ήγανον
ἤγανον, τὸ (Α)
ιων. τ. αντί τήγανον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαίνεται ότι προήλθε από εσφαλμένη κατάτμηση τού τ. τήγανον «τηγάνι» (τ' ήγανον)
θεωρήθηκε δηλ. το αρκτικό τ- ως άρθρο (το). Είναι αβέβαιο αν ο τ. αυτός είναι προϊόν γλωσσικής μεταβολής ή απλώς εσφαλμένη γραφή τού ορθού τ. τήγανον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἤγανον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠγάνου — ἤγανον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠγάνῳ — ἤγανον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠγάνωι — ἠγάνῳ , ἤγανον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”